σινάμωρος

σινάμωρος
σινάμωρος
mischievous
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σινάμωρος — ον, Α 1. βλαβερός, επιζήμιος 2. λάγνος, ασελγής 3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος κακόσχολος». επίρρ... σιναμώρως με τρόπο επιβλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν α (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο… …   Dictionary of Greek

  • σιναμώρως — σινάμωρος mischievous adverbial σινάμωρος mischievous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινάμωρον — σινάμωρος mischievous masc/fem acc sg σινάμωρος mischievous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναμώρους — σινάμωρος mischievous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινάμωρα — σινάμωρος mischievous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινάμωροι — σινάμωρος mischievous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναμωρία — ἡ, Α [σινάμωρος] 1. η τάση τού να προκαλεί κανείς βλάβη 2. απληστία, λαιμαργία 3. ακολασία, ασωτία …   Dictionary of Greek

  • σιναμωρώ — έω, Α [σινάμωρος] βλάπτω με τρόπο αναιδή ή ασελγή …   Dictionary of Greek

  • σιναμώρευμα — τὸ, Α το να κλέβει κανείς από λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάμωρος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σιναμωρεύω] …   Dictionary of Greek

  • σιναμώρως — Α επίρρ. βλ. σινάμωρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”